μπακέτα

μπακέτα
η
βλ. μπαγκέτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαγκέτα — και μπακέτα, η 1. μικρή ξύλινη ράβδος με την οποία ο αρχιμουσικός διευθύνει την ορχήστρα 2. (κατ επέκτ.) το πλήκτρο με το οποίο ο τυμπανιστής κτυπά το τύμπανο 3. κεντητό στόλισμα περικνημίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baguette < ιταλ. bacchetta… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”